- ορχμαί
- ὀρχμαί (Α)(κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. -μή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek